συνδύομαι

συνδύομαι
Α
1. μτφ. βυθίζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον («ψυχὴ... ταπεινουμένη... συνδυουμένη» — ψυχή ταπεινωμένη... βαθύτατα θλιμμένη, Μάρκ. Αυρ.)
2. συνεννοούμαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δύω, -ομαι «βυθίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”